- φορητός
- -ή, -ό / φορητός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α [φορῶ]αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)αρχ.1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ.β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, Πολυδ.)2. μτφ. α) ευμετάβολος, άστατος («φύσις φορητὴ καὶ μετάβολος», Πλούτ.)β) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός.επίρρ...φορητῶς Αμε υποφερτό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.