φορητός

φορητός
-ή, -ό / φορητός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α [φορῶ]
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)
αρχ.
1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ.
β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, Πολυδ.)
2. μτφ. α) ευμετάβολος, άστατος («φύσις φορητὴ καὶ μετάβολος», Πλούτ.)
β) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός.
επίρρ...
φορητῶς Α
με υποφερτό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φορητός — borne masc nom sg φορητός borne masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορητότερον — φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητά — φορητός borne neut nom/voc/acc pl φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc/acc dual φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc sg (doric aeolic) φορητός borne neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητόν — φορητός borne masc acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg φορητός borne masc/fem acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητότατον — φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητῶν — φορητός borne fem gen pl φορητός borne masc/neut gen pl φορητός borne masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητοῖς — φορητός borne masc/neut dat pl φορητός borne masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητοί — φορητός borne masc nom/voc pl φορητός borne masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορητοῦ — φορητός borne masc/neut gen sg φορητός borne masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”